Πίσω Κατάλογος Επόμενο

1 Φεβρουαρίου 2002 

"Εξετάσεις ή Scripta manent" [1]

 

Του Ισίδωρου Ζουργού, δασκάλου του 36ου Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης

 

        Έτσι άρχισαν όλα:
        Το χέρι μου, τόσο δα, χανόταν μέσα στην παλάμη του πατέρα μου (είχε μεγάλα χέρια). Μπροστά μας στο γραφείο καθόταν ο κύριος διευθυντής. Ένα χειροκίνητο κουδούνι αναπαυόταν δίπλα στη μολυβοθήκη και τα καρμπόν, στη φαλάκρα του φούσκωνε μια φλέβα και κάτι φρύδια παχιά και κυρτά σαν περισπωμένες ζάρωναν ενοχλημένα. "Θέλετε να γράψετε το μικρό στο Νηπιαγωγείο;" ρώτησε. "Να εξετάσω τα πιστοποιητικά σας", είπε και άπλωσε το χέρι του για να πιάσει τα χαρτιά που βεβαίωναν το γεγονός πως υπάρχω και από πότε.

        Ύστερα, όπως γίνεται συνήθως, τα χρόνια άρχισαν να περνούν. Κολυμπούσα μέσα στο Δημοτικό Σχολείο και έπαιζα κυνηγητό γύρω από την προτομή του Μ. Αλέξανδρου στο διάδρομο. Όταν καλοκαίριαζε και τα σχολεία έκλειναν, συνέχιζα το κυνηγητό πάνω κάτω στο μπαλκόνι μας. Όταν σταματούσα να πάρω καμιά ανάσα, κοιτούσα τους φοιτητές στα άλλα μπαλκόνια, με σορτσάκια και σαγιονάρες να ιδρώνουν πάνω σε κάτι τεράστια βιβλία. "Σουτ!", φώναζε η μάνα μου. "Τα παιδιά έχουν εξετάσεις, παίξε πιο ήσυχα."

        Έπειτα υπάρχει και η ιστορία του αδερφού μου, που ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος. Κάθε Ιούνιο σοβάρευε απότομα και κάποια πρωινά ξεκινούσε για το σχολείο χωρίς βιβλία, μόνο με δύο στυλό (το ένα αναπληρωματικό, κατά τη ρήση της μαμάς).

        Την εποχή που τελείωνα την Ε΄ Δημοτικού, κάποια ώρα ο μπαμπάς με ξεμονάχιασε και μιλώντας με ύφος σοβαρό κατέληξε πως "τα πράγματα τώρα είναι διαφορετικά", με φόρτωσε με δυο στυλό (το ένα αναπληρωματικό) και με έστειλε στο σχολείο. Εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τίποτα.

        Το επόμενο καλοκαίρι που τελείωσα το Δημοτικό, καρφίτσωσα τρία στυλό στο τσεπάκι της μπλούζας μου και πήγα σ΄ ένα μεγαλύτερο κτίριο. Επάνω από την είσοδο κρεμόταν η επιγραφή Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΡΕΝΩΝ.

        Τα χρόνια που κολύμπησα στο Γυμνάσιο σταμάτησα να παίζω κυνηγητό, πάντα θυμάμαι όμως τους μεγαλύτερους να μας λένε: "Α, ρε κωλόφαρδοι, εμείς δίναμε εξετάσεις και το Φλεβάρη". Έτσι ο Ιούνης έγινε για μας ο μήνας των εξετάσεων, συμπλήρωσε τα τυπικά χαρακτηριστικά του και έγινε ολοστρόγγυλος Ιούνης ο θεριστής και οι εικόνες του ήταν κλασικές. Σε κάποια γωνιά της αυλής καίγονταν τα βιβλία του εξεταζόμενου μαθήματος, παρέες σε πηγαδάκια έγλειφαν γρανίτα ξυλάκι παγωτό και κάποιοι κακομοίρηδες παράμερα μετρούσαν τις μονάδες από κάθε ζήτημα, αφαιρούσαν, πρόσθεταν πάλι τους βαθμούς από τα προφορικά, διαιρούσαν πάλι για το μέσο όρο και σκουπίζοντας τον ιδρώτα μουρμούριζαν το ανεπανάληπτο "πρέπει να με περάσει, πρέπει".

        Ύστερα μάθαμε πως για να πάμε σ' ένα μεγαλύτερο κτίριο, κατά κόσμον "λύκειο", έπρεπε να δώσουμε πάλι εξετάσεις. Μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, έλεγαν τα ραδιόφωνα. Οι κυβερνητικές διακηρύξεις έλεγαν για αυστηρές εξετάσεις, ενώ οι φροντιστές, επαγγελματίες σπορείς πανικού "θα σας κοσκινίσουν", φώναζαν.

        Πήρα τέσσερα στυλό και πήγα. Έδωσα και στο Γενικό Λύκειο και στο Τεχνικό, όχι γιατί ήμουν πολυπράγμων νους αλλά γιατί ήμουν παιδί με ανασφάλειες και φοβόμουν μήπως και μείνω απ' έξω. Όταν ακούσαμε τα θέματα κοιταζόμαστε σα χαμένοι. Ποιος κορόιδευε ποιον; Τα θέματα ήταν του στυλ "πώς σε λένε; πού γεννήθηκες; ποιο χρώμα συμπαθείς; Εντάξει, πέρασες". Περάσαμε όλοι. Πού ήταν το κόσκινο, πού τα τσεκούρια και πού οι διακηρύξεις; Το μέτρο των αυστηρών εξετάσεων χαρακτηρίστηκε αντιλαϊκό και ο θεσμός αυτών των συγκεκριμένων εξετάσεων αυτοαναιρέθηκε και έσβησε εντελώς μετά από λίγο. Αφήστε που μπήκε στο παιχνίδι και μια χοντρή διαρροή θεμάτων, πλάκωσε η αστυνομία, εφημερίδες, ακυρώσεις και επανάληψη των εξετάσεων σε κάποια μαθήματα.

        Μετά από όλο αυτό το κομφούζιο κατέληξα στη Χαλκιδική με ένα ζευγάρι καινούρια βατραχοπέδιλα. Όλο το καλοκαίρι σκεφτόμουν το καινούριο σκαλοπάτι, την "άλλη κατάσταση" όπως έλεγαν κάποιοι, το Λύκειο.

        Α, όλα κι όλα! Τα πράγματα εκεί ήταν όντως πολύ διαφορετικά. Ήταν πραγματικά ένα ευρωπαϊκό σχολείο, Εκπαιδευτήριο εξετάσεων. Καμιά σχέση μ' ό,τι είχα γνωρίσει. Όλοι μιλούσαν για εκείνες τις φοβερές πανελλήνιες εξετάσεις, όταν ο κόσμος θα γύριζε ανάποδα σαν ταψί, θα άνοιγε ο ουρανός και θα έβρεχε μαρμάρινες πλάκες με τέσσερα ζητήματα για κάθε μάθημα.

        Πανελλήνιες λοιπόν (σκέτο Πανελλήνιες χωρίς το εξετάσεις, έτσι ήταν το χαϊδευτικό τους). Πήγαινα στο σχολείο για τις Πανελλήνιες, διάβαζα μόνο για τις Πανελλήνιες, πήγαινα φροντιστήριο κι έκανα ιδιαίτερα μόνο για τις Πανελλήνιες. Διαμόρφωσα το δωμάτιο που έμενα κατάλληλο για διάβασμα εξετάσεων και κρέμασα στους τοίχους διάφορες επιγραφές, όπως Όποιος δε σπέρνει δε θερίζει, Ξέχνα τη Λίτσα κι αγάπησε τη Κβαντομηχανική κι άλλα τέτοια ευτράπελα. Οι καθηγητές στα φροντιστήρια αγόρευαν μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα του Πρωταθλητισμού για θέματα  όπως πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του χτίστη στην οικοδομή ή πόσα λίγα λεφτά παίρνουν οι πωλήτριες στον Κλαουδάτο. "Δεν είναι η ώρα για αγάπες", έλεγαν επίσης. "Τις γκόμενες να τις ξεπετάτε γρήγορα και να γυρνάτε σπίτι για διάβασμα".

        Οι μέρες πλησίαζαν. Έσβησα άλλη μια φορά βιαστικά τα κεράκια της τούρτας μου στις 6 Ιουνίου και ξαναχώθηκα στο μπουντρούμι.

        Πήγα τελικά! Πήρα τέσσερα στυλό, τρίγωνα και διαβήτη και πήγα. Εκείνη η νεκροθαφτική φωνή από το ραδιόφωνο έλεγε επί τέσσερις μέρες τα θέματα. Πήγα και την άλλη χρονιά, η ίδια φωνή στο ραδιόφωνο.

        Και ναι! Έκοψα το νήμα, πέρασα. Και ύστερα πάλι καινούριες βαθμίδες και σκαλοπάτια, εξετάσεις, μεταφορές, περίοδοι, πτυχιακή και πάει λέγοντας. Και όταν όλα πια τελείωσαν, δεν άνοιξα ποτέ πια κανένα βιβλίο.

        Ποιος ο λόγος; Δε μου ζητάει κανείς πια να γράψω κάτι σ' ένα κομμάτι χαρτί. Μόνο αιτήσεις (με ένα στυλό). Ξεχώρισα όμως τέσσερα καλά στυλό για την κόρη μου, όταν έρθει η ώρα ...

[1]

Το παραπάνω κείμενο είναι δημοσιευμένο μαζί με άλλα 13 κείμενα εκπαιδευτικών στο βιβλίο με τίτλο: "Αναπνέοντας κιμωλία" - Γραφές εκπαιδευτικών, εκδόσεις Σαβάλλας, Αθήνα 1996.
Η δημοσίευσή του στην ιστοσελίδα μας έγινε με την άδεια του εκδοτικού οίκου.


Πίσω Κατάλογος Επόμενο

Αρχική Σελίδα Περιεχόμενα