Πίσω Κατάλογος Επόμενο

Ιούνιος 2005

"Διαγωνισμός Παραμυθιού"

Ο μαθητής της Β΄ τάξης του σχολείου μας Χάρης Γιαννιός πήρε μέρος στον "4ο Διαγωνισμό  Παραμυθιού και Ιστοριών Φαντασίας" και μαντέψτε... ΒΡΑΒΕΥΤΗΚΕ!!!

Η βράβευση έγινε στην Κεντρική Λυρική Σκηνή (Αθήνα) στις 5 Ιουνίου 2005, από την κα Κάρμεν Ρουγγέρη.

Παρακάτω σας παρουσιάζουμε μερικές φωτογραφίες από την απονομή καθώς και το παραμύθι με το οποίο πήρε μέρος ο Χάρης στο διαγωνισμό...

 

«…Πέντε – δέκα – δεκαπέντε – είκοσι – είκοσι πέντε …

Η Δέσποινα τα φύλαγε, μετρώντας φωναχτά στη γωνιά του δωματίου. Όλοι είχαν βρει μια κρυψώνα. Τελευταία στιγμή ο Νίκος πρόλαβε και χώθηκε στη ντουλάπα. Όταν ξαναβγήκε, δε βρισκόταν πια στο δωμάτιό του …».

Βρισκόταν σε έναν παραδεισένιο κήπο που ήταν γεμάτος με λουλούδια και με πολλά ζώα. Καπηλοπάρδαλες, ελάφια, λαγούς, καμήλες, ιπποπόταμους, χαμστεράκια, ελέφαντες, κουνέλια, παγώνια, μπεκάτσες, φλαμίγκο, ερωδιούς και γλάρους.

Είχε ένα μεγάλο ποτάμι, έναν καταρράχτη και ένα σιντριβάνι. Γύρω από το σιντριβάνι είχε λουλούδια που ήταν κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί, μωβ, γαλάζια, φουξ, μπλε και άσπρα. Είχε πολύ μεγάλα δέντρα, πορτοκαλιές κόκκινες και λαχανί μηλιές, αχλαδιές, μανταρινιές, λεμονιές, δαμασκηνιές, καστανιές και κορομηλιές.

Ο Νικολάκης ήθελε να εξερευνήσει το παραδεισένιο μέρος. Όπως περπατούσε είδε δυο μικρά αρκουδάκια. Το ένα ήταν κοριτσάκι και το άλλο αγοράκι. Ο Νικολάκης είδε τα αρκουδάκια και άρχισε να παίζει μαζί τους. Κι έτσι αποφάσισε να τα δώσει ένα όνομα. Το κοριτσάκι το ονόμασε Φραουλίτα και το αγοράκι το ονόμασε Γουίνι. Εκεί που έπαιζαν ήρθε η μαμά τους. Όταν ο Νικολάκης είδε τη μαμά αρκούδα τρόμαξε πολύ. Ξαφνικά η μαμά αρκούδα άρχισε να μιλάει στον Νικολάκη και του λέει: «Μη φοβάσαι Νικολάκη, είμαι η μαμά αρκούδα και σ’ ευχαριστώ που πρόσεχες τα παιδιά μου, θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι; Ναι θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου». Η μαμά αρκούδα απάντησε: «Εντάξει θα σε βοηθήσω. Θα πας σε μια μεγάλη κουφάλα κι εκεί θα βρεις μια οικογένεια με σκιουράκια. Στη συνέχεια ο Νικολάκης χαιρέτησε τη μαμά αρκούδα και τα αρκουδάκια. Έφυγε από τη σπηλιά και πήγε να ψάξει την κουφάλα.

Όπως περπατούσε ο Νικολάκης είδε έναν καταρράχτη και πήγε να πιει νερό. Όπως έπινε νερό είδε μια σπηλιά. Πέρασε κάτω απ’ τον καταρράχτη, μπήκε στη σπηλιά και είδε μια λιονταρίνα με τα τρία λιονταράκια της. Ο Νικολάκης φοβήθηκε πολύ και πήγε να φύγει απ’ τη σπηλιά. Η λιονταρίνα του είπε: «μη φοβάσαι, εγώ μπορώ να σε βοηθήσω.»

Ο Νικολάκης της είπε ότι θέλει να πάει σπίτι του. Ξαφνικά έξω είχε νυχτώσει. Ο Νικολάκης τρόμαξε γιατί δεν ήξερε πού να κοιμηθεί χωρίς να κινδυνεύει. Τότε η λιονταρίνα του είπε: «Σήμερα το βράδυ θα κοιμηθείς εδώ με εμένα και τα παιδιά μου για να σε προστατέψουμε κι όταν ξημερώσει θα σου δείξω τον τρόπο της επιστροφής.»

«Ευχαριστώ λιονταρίνα για τη φιλοξενία σου,» είπε ο Νικολάκης. «δε θα το ξεχάσω ποτέ». Έπειτα ο Νικολάκης είπε: «Μήπως, κυρία λιονταρίνα, υπάρχει κάτι να φάω γιατί πεινάω;» Τότε η λιονταρίνα θυμήθηκε, ότι όταν το πρωί είχε βγει να κυνηγήσει για να φάνε τα παιδιά της, είχε δει ένα μαντήλι με πραματάκια μέσα τυλιγμένο αλλά δεν του έδωσε σημασία και το παράτησε εκεί. Αμέσως η λιονταρίνα βγήκε από την κρυψώνα της και είπε στο Νικολάκη να παίξει με τα παιδιά της μέχρι να επιστρέψει. Μόλις έφυγε η μαμά άρχισαν να παίζουν. Έκαναν κουτρουβάλες, πάλευαν, έτρεχαν από δω κι από κει και περνούσαν τόσο καλά που δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα.

Τότε εμφανίστηκε η μαμά λιονταρίνα με το μεγάλο μαντήλι στο στόμα της και το άφησε στα χέρια του Νικολάκη. Το άνοιξε κι έμεινε έκπληκτος! Και τι δεν είχε μέσα! Ψωμί, ντομάτα, τυρί, αγγουράκια και πολλά φρούτα. Σίγουρα αναρωτήθηκε ότι έπεσαν από κάποιον περαστικό. Αφού άρχισε να τρώει ήρθε η γλυκιά κούραση από τη μεγάλη περιπέτειά του και χωρίς να το καταλάβει κοιμόταν ήδη με τα λιονταράκια αγκαλιά.

Το πρωί η πρώτη ηλιαχτίδα χτύπησε το Νικολάκη και άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε και βγήκε από την κρυψώνα βλέποντας ένα όμορφο, ηλιόλουστο πρωινό με τα πουλάκια να κελαηδούν, τις πεταλούδες να παίζουν μεταξύ τους από λουλούδι σε λουλούδι, έναν καταγάλανο ουρανό και πολλά όμορφα ψηλά δέντρα που είχαν ακόμα τις δροσοσταλίδες στα φύλλα τους και έπεφταν σιγά σιγά στη μεγάλη και απέραντη πρασινάδα της γης.

Όλα αυτά εντυπωσίασαν τον Νικολάκη που καθόταν και τα έβλεπε χωρίς να μιλάει. Κάποια στιγμή βγήκε και η μαμά λιονταρίνα με τα μικρά της και βρυχήθηκε από τη χαρά της για ακόμη μια όμορφή μέρα που ξεκινάει.

Ο Νικολάκης προς στιγμή τρόμαξε γιατί δεν είχε καταλάβει ότι ξύπνησαν μα μόλις γύρισε και τους είδε έτρεξε κοντά τους και τους αγκάλιασε.

Τότε η μαμά λιονταρίνα του είπε: «Νικολάκη θα έρθουμε μαζί σου για να μη χάσεις πάλι το δρόμο σου». Έτσι ξεκίνησαν όλοι μαζί για το δρόμο της επιστροφής. Στη διαδρομή έβλεπαν διάφορα ζωάκια που περπατούσαν και έπαιζαν μέσα στο δάσος χαρούμενα.

Ο Νικολάκης έδειχνε στα λιονταράκια την κυρά χελώνα, τον κυρ λαγό και τη λαγουδίνα με τα λαγουδάκια της. Τι ωραία που είναι η ζωή στο παραδεισένιο δάσος, σκέφτηκε. Ώσπου σε μια στιγμή βλέπει τη μεγάλη κουφάλα που κατοικούσαν μέσα τα σκιουράκια.

Αμέσως πέταξε από τη χαρά του γιατί ήξερε πλέον ότι θα γυρνούσε στο σπίτι του στην οικογένειά του και στους φίλους του. Μπήκε μέσα στην κουφάλα του δέντρου και συνάντησε την κυρία σκιουρίνα, τον κύριο σκίουρο και τα παιδιά τους. Ο κύριος σκίουρος έβγαλε μια μαγική σκόνη και την έριξε πάνω στον Νικολάκη. Ξαφνικά ο Νικολάκης βρέθηκε μέσα στην ντουλάπα και είχε ένα χαμόγελο πολύ μεγάλο!

Όταν άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας είδε τους φίλους του και έτρεξε να τους αγκαλιάσει. Ο Νικολάκης χαρούμενος τους διηγήθηκε την περιπέτειά του στο παραδεισένιο δάσος.

 Χαράλαμπος (Χάρης) Γιαννιός


Αρχική Σελίδα Περιεχόμενα